Είσαι ανάμεσα σε αυτούς που πανηγυρίζουν για το τέλος της καραντίνας αλλά φοβάσαι την αλλαγή του να βγεις έξω; Δεν είσαι μόνη! Αιώνες τώρα οι άνθρωποι αναζητούν την εξέλιξη, τη διεύρυνση, την υπέρβαση του γνωστού και ταυτόχρονα φοβούνται για όλα τούτα. Κάποιοι προηγούνται, κάποιοι έπονται, κάποιοι ανησυχούν και κάποιοι άλλοι πέφτουν απροστάτευτοι στο πεδίο της μάχης, αντιστεκόμενοι στην αλλαγή την οποία σε ένα επίπεδο αναζητούν ή και προσδοκούν. Αιώνες τώρα η ίδια ιστορία.
Δεν βαρεθήκαμε πια; Δεν μάθαμε μέσα από την επανάληψη πως η αλλαγή έτσι κι αλλιώς έρχεται να μας συναντήσει; Αργά ή γρήγορα, ηθελημένα ή αθέλητα, το καινούριο είναι στην πόρτα μας κάθε ξημέρωμα της επόμενης στιγμής. Καλό ή κακό, όμορφο ή άσχημο, φωτεινό ή σκοτεινό, είναι εκεί και περιμένει να μας συναντήσει. Εμείς κάνουμε πως δεν το βλέπουμε, γιατί προτιμάμε εκείνο που ξέρουμε.
Οι σκέψεις και ο φόβος της αλλαγής
Λες και μαζοχιστικά αποφασίσαμε να μένουμε αμετακίνητοι, θεωρώντας το «γνωστό» συνώνυμο του «καλύτερου». Και όσο η προσποίηση αυτή διαρκεί, τόσο το «νέο» προετοιμάζει τις συνέπειες της αλλαγής μας και εγκαθίσταται γύρω και μέσα και εμείς έκπληκτοι κοιτάμε και αναρωτιόμαστε από πού άραγε ήρθε. «Μα δεν το κάλεσα, δεν του έδωσα την άδεια», σκεφτόμαστε πότε αγανακτισμένοι και πότε εγκλωβισμένοι στο γνωστό.
Και μόνο αν έρθει το καλύτερο (κατά την κρίση μας, η οποία είναι επηρεασμένη από τις πεποιθήσεις μας και εκείνες από τον ευρύτερο περίγυρο) πανηγυρίζουμε και κρυφοκαμαρώνουμε, γιατί θεωρούμε πως μόνο για τούτο είμαστε φτιαγμένοι. Εμείς το καταφέραμε! Α, ρε άνθρωπε! Μήπως ήρθε η ώρα να συμφιλιωθείς με το μόνο βέβαιο, το μόνο σταθερό στη ζωή; Την αλλαγή; Την όποια αλλαγή! Μήπως ήρθε η ώρα να θελήσεις να την αναζητήσεις, προσφέροντας την ύπαρξή σου οικειοθελώς και με προθυμία σε εκείνο που έρχεται, αναζητώντας τρόπους να την εγκαταστήσεις όσο πιο πρόθυμα και όσο πιο καλοπροαίρετα μπορείς; Και μήπως τότε θα είναι πιο φιλική μαζί σου; Μήπως ίσως μπορείς και να την κατευθύνεις; Τουλάχιστον όσο περνά από το χέρι ενός ατελούς όντος που είναι ο άνθρωπος, δηλαδή εσύ;
Ο άνθρωπος, ο μικρός, ο μέγας και η αλλαγή
Ο άνθρωπος, αυτό το νοήμον (όσο γίνεται) ον, που εμφανίστηκε στον πλανήτη και τα θεώρησε όλα δικά του και δημιούργησε σιγά σιγά ένα ανθρωποκεντρικό σύστημα, ήρθε από νωρίς αντιμέτωπος με τη μικρότητά του και ένιωσε τη μειονεξία του. Τα στοιχεία της φύσης φάνταζαν θεϊκά μπροστά του, γιατί είχαν δύναμη που εκείνος όχι μόνο δεν διέθετε, αλλά ήταν και αδύνατον να την αποκτήσει στο μέτρο που θα μπορούσε να τα δαμάσει ή να τα αντιμετωπίσει. Πώς να τα βάλει με το νερό που έρεε στον χείμαρρο μετατοπίζοντας βράχια απείρως μεγαλύτερα από τον ίδιο;
Πώς να τα βάλει με τη φωτιά που του ξέφυγε και κατάκαιγε τα πάντα γύρω του χωρίς να προλαβαίνει ούτε να την παρακολουθήσει; Και κείνος ο άνεμος; Όταν φυσούσε, ξερίζωνε ολόκληρα δέντρα! Το μόνο που μπορούσε να κάνει γι’ αυτόν ήταν να προφυλαχτεί βαθιά μες στη σπηλιά του. Εκεί μόνο ένιωθε ασφαλής και σίγουρος. Έρχονταν όμως στιγμές που είχε να τα βάλει και με εκείνο που το θεωρούσε σταθερό. Το χώμα που πατούσε. Σειόταν και άνοιγε κάποιες φορές και ένιωθε σαν το μυρμήγκι που έμπαινε νερό μες στη φωλιά του και κατέστρεφε ό,τι με κόπο είχε περισυλλέξει. Ο φόβος της μικρότητάς του εγκαταστάθηκε στη βαθύτερη γωνιά της ύπαρξής του. Μπορεί και μέσα στο γονίδιό του, ποιος ξέρει;
Μπορεί κάποια στιγμή να το ανακαλύψουν οι επιστήμονες και αυτό. Έτσι κι αλλιώς, σε 100 χρόνια από σήμερα οι άνθρωποι θα κοιτούν την εποχή μας όπως εμείς κοιτάμε τη λίθινη εποχή. Δεν ξέρουμε! Και το κακό είναι πως «δεν ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε» και το χειρότερο «πως νομίζουμε πως ξέρουμε» και συμπεριφερόμαστε σαν αλαζονικά παγόνια.
Μόλις όμως πιάσει η βροχή, τα φτερά μας βαραίνουν τόσο που δεν μπορούμε πια να τα κρατήσουμε ανοιχτά και γινόμαστε κότες. Κότες! Πουλάδες φοβισμένες οι άνθρωποι. Η προσποίηση είναι τόσο φανερή που αρκεί να ρίξεις μια πιο προσεχτική ματιά και να δεις μέσα στα μάτια του μεγιστάνα τον φόβο και τη μειονεξία.
Τι κι αν την έχει κάνει αλαζονεία; Το ένα ή το άλλο είναι τα άκρα μιας συνθήκης που δεν έχει ισορροπία, δεν έχει σύνεση, διάκριση, ειρήνη, γαλήνη, γνώση, αρετή. Δεν έχει αγάπη! Ούτε για τον ίδιο, ούτε για όλους όσοι τον περιστοιχίζουν. Μέσα σ’ αυτό τον φόβο, λοιπόν, βρίσκει τη δύναμη να στοχεύσει στην ισχύ.
Και εκεί άρχισε η συσσώρευση αγαθών. Τα μάζευε για να είναι σίγουρος πως θα έχει τον χειμώνα, θα έχει στην ανομβρία ή στην πλημμύρα, θα έχει. Θα έχει. Και κάπου εκεί χάθηκε το μέτρο, χάθηκε η πίστη, χάθηκε η εμπιστοσύνη, χάθηκε η συνεργασία, η συμπόρευση, η κατανόηση, η ειρήνη, η αγάπη.
Και τον βρήκε ευάλωτο και μικρούλη η αλλαγή και του άλλαξε τα φώτα κι αυτός, ακόμη πιο φοβισμένος, κατέληξε να συσσωρεύει κι άλλα για να γίνει ακόμη πιο δυνατός απέναντι στην αλλαγή που άρχισε να παρατηρεί πως είναι γύρω του. Η άνοιξη γινόταν γρήγορα καλοκαίρι και ύστερα ερχόταν το φθινόπωρο με τις βροχές και χαιρόταν για λίγο, μετά τη ζέστη του καλοκαιριού, μα σύντομα οι δροσερές βροχούλες γίνονταν μπόρες, πλημμύρες καταστροφικές και βλαστημούσε την τύχη του και τη μικρότητά του.
Κι έτσι βρεμένος και μικρός ερχόταν αντιμέτωπος με τον χειμώνα και φρόντιζε να ζεσταθεί και να απαγκιάσει μέχρι να ξαναρθεί η άνοιξη και να πορευτεί στον αέναο κύκλο της μιζέριας του, συλλέγοντας κι άλλη μειονεξία.
Ο φόβος της αλλαγής μέσα μας
Τώρα ήταν οι άνθρωποι που του την προκαλούσαν. Ήταν εκείνος ο πιο δυνατός της διπλανής σπηλιάς κι εκείνη η άλλη φυλή που ερχόταν μέσ’ απ’ το δάσος με πιο μεγάλα ακόντια από τα δικά του και έπρεπε να φυλαχτεί και να φυλάξει τα γυναικόπαιδα και τη σοδειά και τα αγαθά… Και πάλι από την αρχή! Φόβος τεράστιος, φόβος εγκατεστημένος στην ύπαρξή του. Κι έμαθε! Έμαθε να περιφρουρεί, να προστατεύει, να απειλεί, να μάχεται, να νικά και να νικιέται.
Γλείφοντας τις πληγές του, έχτιζε κι άλλο φόβο, κι άλλο μίσος, κι άλλη έμπνευση για συσσώρευση αγαθών, δύναμης, ασφάλειας. Και όλο και πιο πολύ απομακρυνόταν από τον πυρήνα του. Ξεχνούσε πως κι ο ίδιος ήταν αυτό που φοβόταν. Ο ίδιος ενίσχυε τη θέση που απευχόταν. Εκείνη του φοβισμένου.
Και ήρθαμε στις μέρες μας και γεννιέται το βρέφος φέρνοντας στα γονίδιά του την αγωνία, τον φόβο και την ταραχή του πρωτόπλαστου. Και οι γονείς, κι αυτοί με τις ίδιες φοβίες, λίγο πιο ενισχυμένες με λίγα ή και περισσότερα χρόνια βίωσης από το μωρό τους, θέλουν να το προστατέψουν και το φροντίζουν και το αγαπούν (υποτίθεται) και δεν το αφήνουν να μεγαλώσει.
Γιατί ξέρουν πως, αν μεγαλώσει, θα μάθει να φοβάται ακόμη περισσότερο και το αφήνουν να είναι μικρό, γιατί, λέει, άμα μεγαλώσει θα μάθει. Κι εκείνο θέλει να εμπειρευτεί τη ζωή και θέλει να τρέξει, μα του λένε «μη, πρόσεχε, θα πέσεις» και κάθεται. Θέλει να πιάσει, να αγγίξει, να καταλάβει την ύλη, το βάρος, τη δύναμή του και του λένε «μη, θα το σπάσεις» ή του φτιάχνουν έναν κόσμο παιδικό, με ακίνδυνα, πολύχρωμα, μαλακά και ελαφριά πραγματάκια που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον και του λένε «παίξε με τα παιχνίδια σου, άσ’ το αυτό» και του λένε… και του λένε…
Πώς να την αγαπήσουμε την αλλαγή με τόσα μπαγκάζια; Πώς να τολμήσουμε να αισθανθούμε τη δύναμή μας, αφού την ξεχάσαμε! Μας έκαναν να την ξεχάσουμε όλοι εκείνοι που θέλουν να νιώθουμε μικροί και άβουλοι και αδύναμοι, γιατί τους συμφέρει να οργώνουν τα χωράφια της ύπαρξής μας και να συλλέγουν αυτοί τους καρπούς που είναι δικοί μας.
ΑλλάΖΩ
«Δέξου την αλλαγή» σημαίνει «ζήσε». Ζωή χωρίς αλλαγή δεν είναι ζωή. Είναι ρομάντζο. Είναι ταινία. Είναι βιτρίνα χωρίς αλήθεια! Είναι ψέμα! Ναι, ψέματα σου λένε όταν προσπαθούν να σε πείσουν να ζήσεις μια ζωή με σταθερότητα. Δεν γίνεται αυτό. Είναι μη συμβατό με τη ζωή. Τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Το μόνο βέβαιο είναι πως όλα αλλάζουν και αν αφεθείς στη ροή της αλλαγής με γνώμονα τη βεβαιότητα πως ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, θα το γνωρίσεις, θα το χωρέσεις, θα το διαχειριστείς και τελικά θα το αντιμετωπίσεις με σύνεση και σιγουριά πως ναι, μπορείς.
Δείτε και αυτό: Ανατριχιαστικό: Αυτά είναι τα μέρη του κόσμου που δεν έχει φτάσει ο κορονοϊός!
Από την Ερατώ Χατζημιχαλάκη – σύμβουλο ψυχικής υγείας